Μεταναστευτικες Περιοδοι Ελληνων


 ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ

Οι εκπατρισμοί της πρώιμης τουρκοκρατίας προκλήθηκαν αρχικά από την εξάρθρωση που επέφερε η οθωμανική εξάπλωση στον κοινωνικό ιστό και από τον 17ο αιώνα και μετά, από την οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό βέβαια με τις ευκαιρίες για καλλίτερους όρους διαβίωσης που προσέφεραν στους μετοίκους μερικές γειτονικές χώρες. Από τον 15ο – 18ο αιώνα, κατά τους αλλεπάλληλους πολέμους των Τούρκων με τους Βενετούς πολλοί από τους κατοίκους φεύγουν προς φραγκοκρατούμενες περιοχές και από κει προς Ιταλία και Βενετία. Αργότερα, κατά τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου, οι δρόμοι της μετανάστευσης οδηγούν στη βόρεια Βαλκανική, τη νότια Ρωσία και κεντρική Ευρώπη, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης  πολλοί Έλληνες στρέφονται στα αστικά κέντρα της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής. Πάντως εκτιμάται ότι μέχρι το 1890 ο αριθμός των μεταναστών στην Αμερική ήταν ασήμαντος.


 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ - ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ


ΑΙΤΙΕΣ


Τα τέλη της δεκαετίας του 1880 και ακόμα περισσότερο οι επόμενες δεκαετίες σημαδεύονται από ένα νέο κύμα μεταναστεύσεων, που για πρώτη φορά προσανατολίζεται προς υπερπόντιους προορισμούς, Αυστραλία , κυρίως όμως Αμερική.

Οι λόγοι της μετανάστευσης πρέπει να αναζητηθούν στην κακή οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου που ταλάνιζε κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας, στην ανεξέλεγκτη τοκογλυφία στην ύπαιθρο, στις συχνές επιστρατεύσεις, στις φεουδαρχικές δομές της αγροτικής ιδιοκτησίας με την ύπαρξη τσιφλικιών, και στο φαινόμενο της ληστείας που συνέχιζε να ρημάζει την ύπαιθρο.
Γράφει σχετικά, ο Μπάμπης Μαλαφούρης στο βιβλίο του "Έλληνες της Αμερικής              1528-1928",
«Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η ομαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασμένου αιώνος, οι μικροϊδιοκτήτες ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόμος με την προσωπική κράτηση για χρέη. Εξάλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η μεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών εξεμεταλλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις με σύστημα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του 1911, ήταν κάτι παραπλήσιο προς τους δουλοπάροικους».
Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι από τα 2658 χωριά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου τα 1422 ανήκαν σε μεγάλους γαιοκτήμονες, (Β. Φίλιας).
Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήμα, αλλά οι δανειστές έπαιρναν από τους οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και άλλα προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πώς οι μετανάστες δεν προερχόντουσαν όλοι από τα πιο φτωχά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού. Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήματα και οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι μικροκτηματίες με υποθηκευμένα κτήματα ήσαν πολλοί μεταξύ των μεταναστών. Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος. Τους δέσμευαν με συμβόλαια εργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόμους ή στα ορυχεία του Κολοράντο. Οι ενέργειες αυτές ήταν φυσικά παράνομες και καταδιώκονταν από τον Αμερικανικό Νόμο. Ακόμα και παιδιά 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια που διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α.

Ο Τάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι. Αγγλοκρατία και ληστοκρατία» αναφέρει ότι μετά τον πόλεμο του 1897 η ληστεία φουντώνει και πάλι, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1899 να υπάρχουν στην Ελλάδα 12.580 ληστές. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να υπάρξει «αποσυμφόρηση» ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των ληστών στην Αμερική. Το μέτρο σημειώνει επιτυχία και χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται. Το πώς κατόρθωσαν βέβαια οι αξιότιμοι αυτοί κύριοι να περάσουν τις πόρτες της Αμερικής αποτελεί αίνιγμα, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι συγκεκριμένες κατηγορίες μεταναστών, όπως άτομα με ψυχικές διαταραχές και χρόνιες ασθένειες, ανάπηροι ανίκανοι προς εργασίαν, ή άτομα με εγκληματικό παρελθόν, αποκλείονταν δια ροπάλου. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι αυτοί που ταξίδευαν στην πρώτη και δεύτερη θέση στα υπερωκεάνεια έπαιρναν κάρτα εισόδου με συνοπτικές διαδικασίες και με όχι πολλές-πολλές ερωτήσεις. Ίσως αυτό αποτελεί μια  εξήγηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγάλο κύμα, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, συμπίπτει με το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη και με την επαύριον του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Εφ’ εξής η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή πολεμική αναταραχή, με τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους, ύστερα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά με την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Κοντολογίς, υπάρχουν έλληνες που πολεμούν για καμιά τριανταριά χρόνια στη σειρά, με ό,τι αυτό να συνεπάγεται για την οικονομική ζωή και ανάπτυξη.
Τα πάθη εκείνης της εποχής και την προσπάθειά του να καταφέρει να πατήσει σε αμερικανικό έδαφος, διηγείται με χαρακτηριστικό τρόπο, ο Ανδρέας Κορδοπάτης στον Θανάση Βαλτινό, ο οποίος με τη σειρά του τα καταγράφει στο βιβλίο του «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη».
«... Το 97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα έγινε μια μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν. Εμείς είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις, αλλά δεν υπήρχε πια παράς για να μας τον γυρίσουν....Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δεν βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται. Ύστερα, δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο...»

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο αν δεν αναφέραμε ότι η μετανάστευση είχε και τα ...καλά της. Δηλαδή σε δύσκολους καιρούς λειτούργησε σαν βαλβίδα ασφαλείας διοχετεύοντας το άνεργο ή υποαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό σε χώρες που μπορούσαν να το αξιοποιήσουν. Επί πλέον, τα εμβάσματα των εκπατρισθέντων προς τους συγγενείς, ήρθαν κάποια στιγμή ν’ αποτελέσουν σημαντική πηγή εσόδων του κράτους. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι το 1965 οι τέτοιου είδους χρηματικές εισροές ανέρχονταν   στο 62.5% των εξαγωγών.  

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μετανάστευση ανέβηκε με αλματώδεις ρυθμούς και σε πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα ύψη, προπάντων στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Υπολογίζεται ότι κατά την εικοσιπενταετία 1896-1921 ο ελλαδικός πληθυσμός έχασε περίπου 450.000 κατοίκους, δηλαδή πάνω από το 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που στο τέλος της περιόδου αυτής ήταν γύρω στα 5.500.000.  Στα χρόνια, ειδικά, μεταξύ του 1900 και του 1920 ο αριθμός των μεταναστών άγγιζε τα 25.000 άτομα ετησίως. Η μεγάλη σημασία της πληθυσμιακής αυτής αιμορραγίας έγκειτο στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, στις ηλικίες, δηλαδή, μεταξύ 15 και 45 ετών.
Την μερίδα του λέοντος στην εκροή αυτή του ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδας την παίρνει η μετανάστευση προς την Αμερική. Για παράδειγμα, από τον προαναφερθέντα μέσο ετήσιο όρο των 25.000 μεταναστών οι 23.000 κατευθύνονταν προς τις ΗΠΑ και οι υπόλοιποι προς Καναδά και Ν. Αμερική. Οι αριθμοί αυτοί αφορούν μόνο τους μετανάστες με ελληνική υπηκοότητα και όχι αυτούς που γεννήθηκαν σε βαλκανικές, νησιωτικές και μικρασιατικές περιοχές εκτός ελληνικών συνόρων. Το μέγεθος της κατηγορίας αυτής υπολογίζεται στα 100,000 περίπου άτομα για όλη την προαναφερθείσα περίοδο.
Παρ’όλα αυτά, 150.000 έλληνες περίπου επέστρεψαν κατά την περίοδο 1912-1921, από τους Βαλκανικούς πολέμους, δηλαδή, μέχρι και την Μικρασιατική καταστροφή, για να λάβουν μέρος στον πόλεμο αλλά και να εγκατασταθούν στις νέες απελευθερωμένες χώρες, Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη, όπου ήλπιζαν ότι θα είχαν καλλίτερη τύχη. Πάντως, μετά το 1922 και μέχρι τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μια κάποια ισορροπία. Όσοι έφευγαν για Αμερική, άλλοι τόσοι περίπου επέστρεφαν. Ο κυριότερος λόγος ήταν το κραχ του 1929 και η κατάρρευση της Αμερικανικής οικονομίας. Όταν όμως η οικονομία της Αμερικής άρχισε να καλυτερεύει, πολλοί άρχισαν και πάλι να στρέφουν το βλέμμα προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Παράνομα, βέβαια, γιατί από το 1924 και μετά η Αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να επιβάλλει περιορισμούς στον αριθμό μεταναστών από τις Μεσογειακές χώρες. Τότε, έφτασαν στην Αμερική περίπου 30.000 Έλληνες, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία ήταν νύφες για τους εργένηδες, καθώς και οι σύζυγοι των μεταναστών που ήδη είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ.


 Ο ΔΡΟΜΟΣ
Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες οι οποίες μετέφεραν τους επιβάτες έως τη Μασσαλία και από ‘κει σιδηροδρομικώς στη Χάβρη ή το Χερβούργο, όπου και επιβιβάζονταν στα υπερωκεάνεια του Βόρειου Ατλαντικού. Η Αυστριακή εταιρία «Αυστροαμερικάνα» και η γερμανική «Hamburg American Line» ξεκινούσαν όμως από το λιμάνι της Πάτρας.
Οι δύο πρώτες ελληνικές εταιρίες «Μωραΐτης» (1907-1908) και «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» (1910 - 1912) που προσπάθησαν να δημιουργήσουν ελληνική υπερατλαντική γραμμή απέτυχαν και οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία. Η «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος» των αδελφών Εμπειρίκου κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια, από το 1908 μέχρι το 1937 που διαλύθηκε. Άρχισε τις εργασίες της με την παραλαβή το 1909 από τα αγγλικά ναυπηγεία του υπερωκεάνιου «Πατρίς». Στη συνέχεια ακολούθησαν αρκετά άλλα πλοία τα οποία εκτελούσαν τη γραμμή Πειραιά-Ν. Υόρκης. Άλλα απ΄αυτά, όμως, βομβαρδίστηκαν, άλλα βούλιαξαν, και άλλα επιτάχθηκαν κατά τη διάρκεια του Α! Παγκοσμίου Πολέμου. 
Το 1934 μπαίνει στη γραμμή Ελλάδα-Αμερική το πλοίο «Νέα  Ελλάς» της εταιρίας «Greek Line» της οικογένειας Γουλανδρή, κατόπιν το Neptunia και το 1953 το νεότευκτο Olympia. Τελευταία μπήκε στο χορό η εταιρία της οικογένειας Ευγενίδη που δραστηριοποιήθηκε μέχρι το 1964. Έκτοτε η ναυσιπλοΐα αδυνατούσε να ανταγωνιστεί τις αεροπορικές συγκινωνίες και μοιραία άρχισε να φθίνει. 

Ο δρόμος για την Αμερική μακρύς. Το ταξίδι κράταγε γύρω στις τρεις βδομάδες και οι συνθήκες απείχαν πολύ από το να είναι ανθρώπινες. Οι μετανάστες θεωρούνταν φορτίο και πρακτικά στοιβάζονταν όπως και τα σακιά, 1200 μέχρι 1300 ανά δρομολόγιο, πολύ μεγάλος αριθμός για τη χωρητικότητα των πλοίων της εποχής.  
Οι συνθήκες υγιεινής παραβιάζονταν κατάφωρα, όπως η υποχρεωτική καθημερινή ιατρική επιθεώρηση του πλήθους, το αποδεκτό φαγητό και η καθαριότητα στους χώρους παραμονής. Αντ’ αυτών, γινόταν μια μόνο ιατρική επιθεώρηση προτού το πλοίο πιάσει λιμάνι οπότε και σερβιριζόταν και το μόνο καλό φαγητό του ταξιδιού, που μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και τηγανητές πατάτες! Το φαγητό ήταν τις πιο πολλές φορές σκουληκιασμένο και οι εμετοί και διάρροιες ήταν σύνηθες φαινόμενο, λόγω φυσικά και της θαλασσοταραχής και του κακού εξαερισμού. 
Οι μετανάστες, σ’ όλο το ταξίδι παρέμεναν είτε στους κοιτώνες είτε στο κατάστρωμα. Στους κοιτώνες, αρκετά πατώματα πιο κάτω, ήταν κυριολεκτικά «πακεταρισμένοι» σε σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι  είχε 1.9 μέτρα μάκρος και 0.6 μέτρα πλάτος, με μόνο 0.7 μέτρα ύψος ανάμεσα στα κρεβάτια για κάθε επιβάτη, δηλαδή του αντιστοιχούσε συνολικά χώρος όσο από δύο... φέρετρα. 

Στο κλειστοφοβικό αυτό διπλό «φέρετρο», ο μετανάστης έπρεπε να περάσει όλες τις ώρες, μέρα ή νύχτα. εκεί να ζει, να κοιμάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντά του, αν σκεφθούμε μάλιστα ότι πολλοί μετακόμιζαν για πάντα, έπρεπε να βολευτούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια. 
Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Συνήθως, δεν πολυενοχλούνταν από τους άνδρες συνεπιβάτες τους, όσο από τους άνδρες του πληρώματος που συχνοπερνούσαν από τα γυναικεία διαμερίσματα. Η περιέργειά τους έφτανε συχνά έως την παρενόχληση. Ιδιαίτερα υποφέρανε οι ασυνόδευτες γυναίκες της τρίτης θέσεως. Δεν υπήρχαν γυναίκες θαλαμηπόλοι. Οι μοναδικές γυναίκες του πληρώματος στην τρίτη θέση ήταν μόνο δύο νοσοκόμες.
Για να πάνε στα λουτρά, έπρεπε να περάσουν από ανοιχτά ανεμόδαρτα καταστρώματα. Τα ντους ήταν, κατά κανόνα, κοινά για άνδρες και γυναίκες και περιείχαν θαλασσινό νερό. Περιττό να πούμε ότι σπάνια οι επιβάτες τους χρησιμοποιούσαν. Στους ίδιους χώρους ήταν τοποθετημένες οι λεκάνες για το πλύσιμο των πιάτων και των ρούχων, χωρίς βέβαια σαπούνι και με κρύο αλμυρό νερό. Το ζεστό νερό ήταν πολυτέλεια και όταν υπήρχε το χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των χεριών, του προσώπου και των μαλλιών. Το δάπεδο εκεί γύρω ήταν συνεχώς πλημμυρισμένο σφουγγαριζόταν και απολυμαινόταν βιαστικά μόνον το τελευταίο πρωί του ταξιδιού, λόγω της αναμενόμενης επιθεώρησης του γραφείου της Δημόσιας Υγείας.

H ΑΦΙΞΗ


Το θρυλικό νησί Ellis, στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης και μόλις μισό μίλι βόρεια του νησιού με το Άγαλμα της Ελευθερίας απετέλεσε από το 1892 έως το 1954 που έκλεισε οριστικά, τον προθάλαμο εισόδου για 12 περίπου εκατομμύρια, (γι’ άλλους 20), μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι το 40% των αμερικανών έχουν κάποιο πρόγονο που κάποτε πέρασε από ‘κει Επίσης, περισσότεροι από 3,000 μετανάστες άφησαν την τελευταία τους πνοή στο νησί ενώ σε ένα 2% δεν επετράπη η είσοδος. Από το 1990 λειτουργεί πλέον σαν μουσείο.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε και να νοιώσουμε την πλημμυρίδα των πιο δυνατών και αντιφατικών συναισθημάτων που περιφέρονταν στην ατμόσφαιρα μετά την αποβίβαση. Ανακούφιση, που επί τέλους το ταξίδι είχε τελειώσει, αλλά και αγωνία για το αν θα κατάφερναν να πάρουν τη περιβόητη μπλε κάρτα από τους ελεγκτές γιατρούς και να στεριώσουν πια το βήμα τους σ’ αυτή τη χώρα. Δεν ήταν λίγοι που απορρίπτονταν και στέλνονταν με το ίδιο καράβι πάλι πίσω, για να ξαναδοκιμάσουν ξανά και ξανά και ξανά. Παρόλο που εξετάζονταν, πριν αναχωρήσουν απ’ τις πατρίδες τους, κυρίως για τραχώματα, μεταδοτική ασθένεια των ματιών. Και, για όσους τα κατάφερναν οριστικά, άρχιζε ο Γολγοθάς για την ανεύρεση συγγενών, φίλων ή κοντοχωριανών που είχαν προηγηθεί και που μπορούσαν να προσφέρουν ένα χέρι. 

OI ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ

Οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες έμεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη. Εκεί υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και μικρομάγαζα Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι τους υποδέχονταν όταν ξεμπαρκάριζαν από τα σκάφη που τους έφερναν στο νότιο τμήμα του Μανχάταν από το Ellis Island. Ήταν ακριβή η πόλη και οι περισσότεροι είχαν λιγότερα από τριάντα δολάρια στην τσέπη τους. Βιάζονταν λοιπόν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου ένας στους επτά μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην τεράστια αμερικανική ενδοχώρα. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριους προορισμούς των Ελλήνων μεταναστών της εποχής εκείνης: τις Δυτικές Πολιτείες, τις βιομηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας και τις μεγάλες πόλεις του Βορρά, ειδικά στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο.

Η πρώτη μεγάλη ομάδα Ελλήνων που έφτασε στις Δυτικές Πολιτείες χρησιμοποιήθηκε σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός. Μια απεργία ανθρακωρύχων της Utah το 1903 έσπασε από Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί από τις Ανατολικές Πολιτείες για το σκοπό αυτό. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν τουλάχιστον 50.000 Έλληνες εργάτες στα ορυχεία και στις σιδηροδρομικές γραμμές των Δυτικών Πολιτειών, ενώ οι εργάτες σιδηροδρόμων είχαν συγκεντρωθεί κυρίως στην Καλιφόρνια, όπου το 1910 το ποσοστό Ελλήνων στο συνολικό πληθυσμό ήταν μεγαλύτερο από οποιασδήποτε άλλης Πολιτείας. Με τον καιρό, αρκετοί Έλληνες εγκατέλειψαν τα ορυχεία και τους σιδηροδρόμους για να γίνουν μικροεπαγγελματίες, αλλά πολλοί άλλοι παρέμειναν εργάτες για όλη τους τη ζωή.
Ένας άλλος σημαντικός τόπος προορισμού για τους Έλληνες μετανάστες ήταν οι βιομηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας, όπου πήγαιναν για να εργαστούν στις βιομηχανίες υφασμάτων και παπουτσιών. Από νωρίς υπήρξε συγκέντρωση Ελλήνων και στη Βοστώνη.
Η ζωή των Ελλήνων στις βιομηχανικές αυτές πόλεις ήταν στερημένη. Μιας και σκοπός τους ήταν να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για να τα στείλουν πίσω στην Ελλάδα, ζούσαν πολύ λιτά. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για έξι άτομα να νοικιάζουν ένα διαμέρισμα και να μοιράζονται τα έξοδα, χωρίς σωστή διατροφή ή στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Γι’ αυτό και η φυματίωση ήταν πολύ συνηθισμένη. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα, λόγω της δεδομένης εχθρικής υποδοχής που επιφύλασσαν στους Έλληνες μετανάστες, οι μετανάστες άλλων εθνικοτήτων ή και οι ίδιοι οι Αμερικανοί εργάτες.
Ο τρίτος σημαντικός τόπος προορισμού Ελλήνων μεταναστών ήταν οι μεγάλες πόλεις του Βορρά, όπως οι Philadelphia, Pittsburgh, Buffalo, Cleveland, Detroit, Milwaukee, με επίκεντρο βέβαια τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Το 1920, τόσο η Νέα Υόρκη όσο και το Σικάγο φιλοξενούσαν τουλάχιστον 50.000 Έλληνες. 
Μικρός μόνον αριθμός Ελλήνων κατευθύνθηκε προς το Νότο. Απ΄ όλους τους Έλληνες που έφθαναν στην Αμερική μέχρι το 1920, μόνο ένας στους 15 εγκαταστάθηκε στις Νότιες Πολιτείες. Ωστόσο, υπάρχει μια μοναδική εξαίρεση, αυτή της κοινότητας του Tarpon Springs, Florida, που ιδρύθηκε το 1905 από πεντακόσιους περίπου Χαλκήτες, όπου οι Έλληνες ήταν η πλειοψηφία μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


ΤΡΙΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ - ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η ιδιομορφία του τρίτου αυτού μεταναστευτικού κύματος είναι ότι α) κατευθύνεται λιγότερο προς ΗΠΑ και περισσότερο προς Ευρώπη και β) ότι συνοδεύεται από ένα μεγάλο κύμα παλιννόστησης εξ΄ αιτίας της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 αλλά και της ανακοπής των μεγάλων μεταπολεμικών ρυθμών ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών.
Η Ευρώπη βγαίνει πληγωμένη απο τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και αποφασισμένη να ξαναρχίσει. Οι οικονομίες των χωρών αναπτύσσονται με γοργό ρυθμό και χρειάζονται φτηνά εργατικά χέρια. Η Ελλάδα και πάλι στην πρωτοπορεία, μαζί με την Ιταλία και Ισπανία, γίνεται ο κύριος αποστολέας μιας ανεκμετάλλευτης και υποαπασχολούμενης εργατικής δύναμης.

Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που δέχεται Έλληνες να δουλέψουν στ’ ανθρακορυχεία της, είναι το Βέλγιο, το 1954. Ανάμεσα στα 1954-1958 15,000 (γιά άλλους 40,000) έλληνες περνούν τα σύνορα. Η Γερμανία μπαίνει στο παιχνίδι λίγο αργότερα, το 1959 με 2,500 εργάτες. Το 1960, η αύξηση όμως είναι αλματώδης, όπου 23,000 προστίθενται αυτή τη φορά. Το 1961, ακόμη 30,000 , το 1962 47,500, το 1963 58,000 και 65,000 τον επόμενο χρόνο. Έτσι, στο τέλος του 1965 περίπου 200,000 έλληνες βρίσκονται στη Γερμανία να δουλεύουν στη βαριά κυρίως βιομηχανία, ενώ μέχρι το 1976 ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων εργαζομένων στη Δ. Γερμανία ανέρχεται στους 630,000, δηλαδή στο 84% του συνολικού αριθμού των μεταναστών στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Οι ρυθμοί αυτοί εξόδου συντηρούνται μέχρι την μεταπολίτευση, οπότε και αρχίζουν σταδιακά να πέφτουν. Το ίδιο χρονικό διάστημα η υπερπόντια μετανάστευση γνωρίζει κάμψη, με ...μόνο 236,000 έλληνες να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα ανάμεσα στα 1946 – 1963.

Τα αίτια του τρίτου αυτού μεταναστευτικού κύματος, πολιτικά και οικονομικά, οφείλονται στις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο πόλεμο. Για παράδειγμα, η αμερικανική κυβέρνηση είχε δώσει 75,000 άδειες εγκατάστασης σε έλληνες που προέρχονταν από περιοχές που πέρασαν σε κομμουνιστικό καθεστώς καθώς και σ’ εκείνους που είχαν δεινοπαθήσει κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Την ίδια δε περίοδο, πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες από την ηττημένη Αριστερά ακολουθούν τους δρόμους προς τα Βαλκάνια και την Σοβιετική Ένωση, περίπου 35,000.

Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου, αλλά και τα κατοπινά χρόνια, με τις ανελέητες διώξεις των αριστερών και δημοκρατικών πολιτών, πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να βρούν καταφύγιο στις μεγαλουπόλεις. Η ανεργία έφτανε σε διψήφια νούμερα, τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα και η τοπική οικονομία κατέρρεε. Ο εκπατρισμός ήταν και πάλι η μόνη διέξοδος. Η περιοχή δε, που πλήρωσε περισσότερο αυτή τη φορά με εκκροή ανθρώπινου δυναμικού ήταν η Βόρεια Ελλάδα, ενώ στην προηγούμενη μεταναστευτική περίοδο, στις αρχές του αιώνα δηλαδή, το ρόλο αυτό τον είχε η Πελοπόννησος.

Στα παιδικά μου χρόνια, η Γερμανία ήταν στην ημερήσια διάταξη. 
Δεν υπήρχε οικογένεια, εκεί στα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας όπου μεγάλωσα, που να μην είχε κάποιον δικό της, κάποιον κατάδικό της στα ξένα. Για παιδιά, μιλάω και για γονείς. Το μοτίβο παντού το ίδιο. Η γιαγιά στο χωριό, μεγαλώνει εγγόνια. Παιδιά που λένε τη μάνα, θεία και τη γιαγιά, μαμά. Παιδιά που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στο χωριό και τη Γερμανία. Πολλά τέτοια παιδιά, που ονειρεύονται να μεγαλώσουν και να τραβήξουν κιαυτά για τη Γη της Επαγγελίας. Και μετά, η προγραμματισμένη επιστροφή το καλοκαίρι για διακοπές. Έπηζαν οι χωματόδρομοι από ξεχαρβαλωμένες Mercedes, Opel Kadett και Ford Taunus, φορτωμένα ως εκεί πάνω με μπαγκάζια, δώρα κυρίως. Τις πιο πολλές φορές οι κούρσες νοικιασμένες, για τα μάτια του κόσμου. Τεκμήρια επιτυχίας και προκοπής. Καμάρωνε η μπάμπω, διακαιωμένη πιά, μπροστά-μπροστά στη  Mercedes του γιού της. Σ’ αλλοτινούς καιρούς, ούτε ν’ ονειρευτεί δεν θα μπορούσε τέτοια μεγαλεία! Και μετά έβγαιναν τα νάϋλον καλσόν, τα μεγάλα κουτιά με κρέμα Nivea, και οι περίφημες κρέμες προσώπου Marbert. Δώρα που σ’ εκείνους τους καιρούς φάνταζαν εξωτικά.  Τα αντίστοιχα της Ελλάδας, δεν πιάνανε μία. Της Γερμανίας ήταν πάντα τα καλλίτερα! Και οι σοκολάτες, καμία σχέση με τις δικές μας!
Σήματα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής. Nivea και καλσόν και η Ελλάδα μεσίστια!
Η Γερμανία, όμως, έδωσε ψωμί, το ίδιο και η Αμερική. Τάϊσε πολύ κόσμο, και μετά τα πρώτα πέτρινα χρόνια, τον ανθρώπεψε. Στα χωριά σιγά-σιγά άρχισαν να ξεφυτρώνουν καλαίσθητα σπιτάκια στην αρχή, σπιταρώνες, σε στιλ δυναστείας, αργότερα. Όλα με λεφτά της Γερμανίας.


 ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ



Τη μερίδα του λέοντος έχει η Αμερική, έχοντας απορροφήσει το 61% των αποδήμων και ακολουθούν  η Ευρώπη με το 23% και η Ωκεανία  με το 13%.
Οι δρόμοι της μετανάστευσης παγκοσμίως  έχουν αλλάξει. Η Ελλάδα, κυρίως μετά το 1990 δέχεται πια μετανάστες είτε από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, είτε, σε λιγότερο βαθμό, από χώρες της Ασίας και της υποσαχάρειας Αφρικής. Το ίδιο, πάνω-κάτω συνέβη και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τους μετανάστες ν’αποτελούν πλέον το 10-13% του συνολικού πληθυσμού τους.

Στην Ελλάδα, ο αριθμός των μεταναστών αντιστοιχεί επισήμως στο 7,0% του πληθυσμού της χώρας, ενώ οι πραγματικοί αριθμοί είναι αρκετά μεγαλύτεροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, στην χώρα μας βρίσκονται 762.191 μετανάστες, 415.552 άνδρες και 346.639 γυναίκες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών προέρχεται από την Αλβανία 57,5% (438.036 άτομα), ενώ από τις 24 κυριότερες χώρες προέλευσης /αποστολής οι 20 είναι από την Ευρώπη 10 από την Ασία, 2 από την Βόρεια Αμερική και από μία χώρα η Αυστραλία και η Αφρική.

Η κατανομή των αλλοδαπών στην Ελλάδα, ανά χώρα προέλευσης παρουσιάζεται στον Πίνακα 6.
Πέρα λοιπόν, από την αναταραχή που, φυσιολογικά, δημιουργήθηκε τον πρώτο καιρό, οι μετανάστες έχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, μιλούν τη γλώσσα, έχουν αποκτήσει κάποια σταθερή δουλειά, διασκεδάζουν, ονειρεύονται, νοσταλγούν και αποταμιεύουν. Έχουν φύγει πια απ’ τα υπόγεια και έχουν ανέβει σε ψηλότερους ορόφους. Τα Lada πήραν να σπανίζουν στους δρόμους, τα παιδιά γράφτηκαν στα φροντιστήρια για να μάθουν Αγγλικά και τα βλέμματα άρχισαν να ηρεμούν και να γλυκαίνουν.

Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς ανθρώπους να ξεριζώνονται απ’ τις πατρίδες τους και να διαλέγουν τον τόπο μας για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, σαν τη δική τους Γη της Επαγγελίας.
Και όταν, συχνά πυκνά, βλέπω τους ξένους εδώ να πασχίζουν με νύχια και με δόντια να τα καταφέρουν,  θυμάμαι τα δικά μας, δεν μπορώ να συγκρατηθώ και χωρίς να το θέλω μου ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό.....Μακάρι να τα καταφέρουν!   

        Χαλάνδρι, 17/5/07

  


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.«Επισκόπηση της ιστορίας της Νεοελληνικής διασποράς», Ι.Κ. Χασιώτης, εκδ. Βάνιας, 1993.
2.«Υπερωκεάνια και Μετανάστευση», Επτά Ημέρες, εφημ. Καθημερινή, 15/12/1996.
3.«Παγκόσμιοι Έλληνες», Αφιέρωμα εφημ. Ελευθεροτυπία, 27/11/1999.
4.«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη», Θανάσης. Βαλτινός, εκδ. Κέδρος.
5.Essays on Greek Migration, Migration Series No 1., Social Sciences Center Athens, 1967.
6.«Η Χάλκη της Δωδεκανήσου, σε παλιούς και σύγχρονους καιρούς», Ευανθία Βάσω Αντωνίου, Ρόδος, 1997.
7.«Οι Έλληνες της Αμερικής 1528-1948», Μπάμπης Μαλαφούρης, New York, 1948.
8.Η ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ (1900-1925), Βασιλική Μπόραβου, Σοφία Ταβελλάρη, Ευαγγελία Τρώντσιου  
Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 3, Δεκέμβριος 1998.
Αλίκη  Βεγίρη
|

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου