Στο τελευταίο Μουντιάλ, το ποδοσφαιρικό εννοώ, ήμουν φυσικά με την Ελλάδα. Από τις υπόλοιπες ομάδες, όμως, συμπαθούσα τη Γερμανία. Όχι μόνο επειδή έπαιξε ωραία μπάλα, αλλά και για έναν άλλο, πιο σημαντικό λόγο.
Η σύνθεσή της καθρέφτιζε την κοινωνία του 21ου αιώνα, χωρίς φόβο αλλά με θάρρος, χωρίς παρωπίδες αλλά με βλέμμα ανοιχτό προς το μέλλον. Από τους 23 αθλητές που φόρεσαν τη φανέλα της στη Νότια Αφρική, οι 11 είχαν ρίζες σε ξένους τόπους, παιδιά εμιγκρέδων από την Τουρκία, την Πολωνία, την Ισπανία, τη Βόρεια Αφρική, τη Μαύρη Αφρική, ακόμα και τη Βραζιλία.
Ποιας, της Γερμανίας, της ίδιας χώρας που πριν από 70 χρόνια αιματοκύλισε τον πλανήτη στο όνομα μιας γελοίας «εθνικής καθαρότητας», σκαρφαλωμένη στο άρμα ενός παράφρονα. Οι τριγμοί που ακούγονταν κάθε φορά που εμφανιζόταν με το γερμανικό εθνόσημο ο μαύρος Βραζιλιάνος Κακάου ήταν από τα κόκαλα του Χίτλερ και των άλλων ηγετών του εθνικοσοσιαλισμού. Οι νοσταλγοί, εκεί και αλλού, θα έτρωγαν τα λυσσακά τους.
Αλλά η γερμανική κοινωνία, ποτισμένη εδώ και δεκαετίες με τον ιδρώτα μεταναστών, Τούρκων, Ελλήνων, «Γιουγκοσλάβων», Ανατολικοευρωπαίων, πιο πρόσφατα Ασιατών και Αφρικανών, αγκάλιασε αυτή την Εθνική ομάδα χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς μισόλογα. Διότι ήταν αυτό ακριβώς που έγραφε το επισκεπτήριό της: Εθνική Γερμανίας. Της Γερμανίας του 21ου αιώνα, που δεν αποτελείται μόνο από αρίους. Η συντηρητική Άνγκελα Μέρκελ ήταν η πρώτη που χειροκρότησε αυτή τη «multi-culti» πολύ-Εθνική ομάδα.
Μου άρεσε αυτό. Το χειροκρότησα. Δεν με ενόχλησαν τα σπασμένα γερμανικά του Οζίλ, του Χεντίρα, του Ποντόλσκι, του Κακάου, του Μπόατενγκ και του Τροχόφσκι. Μόνο οι παρωπίδες με ενοχλούν. Στο «νέο, γενναίο κόσμο» του 21ου αιώνα, η γερμανική κοινωνία δεν έχει μόνο Χανς, Πέτερ και Φραντς, αλλά και Μεσούτ και Σερντάρ και Μίροσλαβ και Πιότρ. Ο Κακάου δεν μεγάλωσε καν στη χώρα. Εργάστηκε όμως εκεί, συμπλήρωσε τα ένσημα και πέρασε τα απαραίτητα τεστ στα οποία τον υπέβαλε η γερμανική ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Ένα χρόνο μετά το Μουντιάλ του 2010, το ρεσιτάλ του Μπο ΜακΚάλεμπ στο Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας.
Δεν είναι φυσικά καινούριο το φαινόμενο. Καινούριο είναι μόνο το τσούξιμο που νιώσαμε όταν η Εθνική μας έχασε από την παρέα του ΜακΚάλεμπ υπό τις ιαχές των "μακεδόνων".
Στο Ευρωμπάσκετ του 2009 έπαιξε με τη FYROM ο πασίγνωστος από τη θητεία του στον Άρη Αμερικανός Τζερεμάια Μάσεϊ. Τα χρώματα της Πολωνίας φόρεσε τότε ο Ντέιβιντ Λόγκαν, του Παναθηναϊκού ντε! Της Ρωσίας ο Κέλι Μακάρτι, διάδοχος του Τζέι Αρ Χόλντεν που πέτυχε το νικητήριο καλάθι στον τελικό του '07. Της Βουλγαρίας ο ίδιος Ερλ Ρόουλαντ που αγωνίστηκε και στη φετινή διοργάνωση. Ο Κρις Κέιμαν έπαιξε με τη Γερμανία ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με την ίδια φανέλα που πριν από αυτόν ίδρωσε ο «τηλεγραφόξυλος» Σον Μπράντλεϊ.
Να μιλήσουμε για τον σταρ της Εθνικής Τουρκίας, Χέντο Τούρκογλου, που είναι στην πραγματικότητα Βόσνιος και για τον Ουζμπέκο Ιλιάσοβα; Για τον «θρησκευτικό πρόσφυγα» Εμίρ Πρέλτζιτς; Για τον ηγέτη των Γάλλων Τόνι Πάρκερ, που έχει πατέρα Αμερικανό και μάνα Ολλανδέζα; Για τα εκλεκτά παιδιά των γαλλικών αποικιών; Για τους Ισραηλινούς, που ανέκαθεν είχαν δίγλωσση εθνική ομάδα και έχουν για τοτέμ τον Ντέιβιντ Σαρπ;
Σε ποιο ακριβώς σημείο αρχίζει να θεωρείται κάποιος "βέρος" ή έστω αντάξιος της υπηκοότητας; Αρκεί να έχει τη "σωστή" καταγωγή ο ένας του γονέας; Πειράζει αν είναι υιοθετημένος; Χρειάζεται να γνωρίζει τον εθνικό ύμνο; Είναι απαραίτητο να μιλάει τη γλώσσα;
Να συζητήσουμε για τον Σοφοκλή Σχορτσανίτη, που έχει μάνα Καμερουνέζα και χρώμα που ερεθίζει το ευαίσθητο ματάκι των φαιών; Για το Νέστορα Κόμματο;
Για τους αδελφούς Καλάθη, που δεν μιλάνε ελληνικά;
Για τον Μπράμο, που μοιάζει τόσο «Αμερικανάκι», ώστε θεωρούμε το επώνυμό του άκλιτο και λέμε «τον Μπράμος»;
Για τον «Κώστα Κούφος»;
Για το «Νικ Γκάλις», που πρωτοταξίδεψε στην Ελλάδα από το Μπρούκλιν στα 23 του;
Ποιος θα τολμήσει να τους πει ότι δεν είναι Έλληνες ή ότι είναι Έλληνες γιαλαντζί; Καλού κακού, ας κάνει πρώτα τη διαθήκη του. Έχουν και βαρύ χέρι όλοι αυτοί. Από πίσω θα βαράω κι εγώ...
Μας εκνευρίζει που βλέπουμε τον (λαθρο)μετανάστη από το Κονγκό Σερζ Ιμπάκα ντυμένο στα κοκκινοκίτρινα της Εθνικής Ισπανίας, αλλά αγκαλιάζουμε τον (λαθρο)μετανάστη από τη Γουινέα Φασένγκας Ντιαλό, που παίζει στην Εθνική Εφήβων της Ελλάδας. Πώς εξηγείται αυτό;
Μας άρεσε που είχαμε τόσα χρόνια "κολώνα" της Εθνικής Γυναικών τη Μαρία Σαμορούκοβα, καθαρόαιμη Ρωσίδα παντρεμένη με Έλληνα; Την Έριν Μπούσερ-Περπέρογλου θα τη δεχθούμε αν αποφασίσει να επιστρέψει στο παρκέ ή θα της πούμε ότι δεν είναι αρκετά Ελληνίδα;
Τον επί δεκαετία εγκατεστημένο στην Ελλάδα Μάικ Μπατίστ τον θέλουμε ή μας χαλάει το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του;
Τον Μπάνε Πρέλεβιτς θα τον καλούσαμε αν -σενάριο επιστημονικής φαντασίας- επέστρεφε σήμερα στο παρκέ και έβαζε ακόμη εκείνα τα τριποντάκια; Το Σλόμπονταν/Λευτέρη Σούμποτιτς;
Ο Πέτζα είναι ή δεν είναι (τόσο) Έλληνας (όσο και Σέρβος); Θα του δίναμε αύριο γαλανόλευκη φανέλα αν υπήρχε τρόπος να παίξει στην Εθνική μας;
Αν είχε στις τάξεις της Έλληνα της διασποράς η ποδοσφαιρική Εθνική Γερμανίας για την οποία έγραψα στην αρχή θα τον χαιρετίζαμε ή θα τον βαφτίζαμε προδότη; Αν ήταν Έλληνας της Μικρασίας ή της Πόλης θα μας άρεσε να τον δούμε στην Εθνική Τουρκίας; Έχει διαφορά, Γερμανία από Τουρκία;
Δεν υπάρχει σωστή και απερίφραστη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Λίγο ως πολύ, έχουν δίκαιο όλοι. Τα καταθέτω περισσότερο ως τροφή για σκέψη. Χωρίς καμία διάθεση να τα βάλω όλα στο ίδιο τσουβάλι, εν τέλει το τσουβάλι είναι ένα: το τσουβάλι με τα διαβατήρια.
Επιτρέψτε μου να σας πω μία ιστορία για να δείτε πόσο θολή είναι η γραμμή των συνόρων.
Το σωτήριον έτος 1998, η Εθνική Ελλάδος άνοιξε τις πύλες της για τον ομογενή, κατ’ άλλους ελληνοποιημένο, Ιάκωβο Τσακαλίδη. Η παρουσία του προκάλεσε την αντίδραση των υπολοίπων διεθνών (Φασούλας, Σιγάλας, Παταβούκας κ.ά.), οι οποίοι εξέδωσαν μία ανοιχτή επιστολή-λίβελλο που αποτέλεσε μαύρο στίγμα στην ιστορία της ομάδας. Αργότερα ορισμένοι μετάνιωσαν, αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Η απάντηση έφτασε από τη Γερμανία, μέσα από ένα κείμενο διαμαρτυρίας το οποίο υπέγραφαν 10.000 Έλληνες ομογενείς από τις περιοχές του Τύμπινγκεν και του Ρότλινγκεν. Πολλοί από αυτούς είχαν ντύσει στα γαλανόλευκα τη «Σλάιερχαλε» της Κολωνίας, για έναν αγώνα Γερμανίας-Ελλάδας στα πλαίσια των προκριματικών του Ευρωμπάσκετ 1999. Το θυμάμαι καλά, διότι ήμουν εκεί.
Έγραφαν μεταξύ άλλων οι μετανάστες:
* «Ζητάμε συγγνώμη που πληρώσαμε διπλή και τριπλή τιμή εισιτηρίου και πήγαμε στη "Σλάιερχαλε" 6500-7000 "μη γνήσιοι" Έλληνες και 99,9% μη εκατομμυριούχοι για να ενισχύσουμε τους εκατομμυριούχους "γνήσιους Έλληνες"».
* «Ζητάμε συγγνώμη που αναζητήσαμε την τύχη μας έξω από τα σύνορα της πατρίδας μας και τα παιδιά μας είναι "μπάσταρδοι Έλληνες", επειδή γεννήθηκαν στο εξωτερικό».
* «Ζητάμε συγγνώμη από τους "γνήσιους", για τους αγώνες που κάνουμε ώστε να λειτουργούν τα ελληνικά σχολεία εδώ στη Γερμανία, ώστε να ξέρουν τα παιδιά μας να τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο».
* «Ζητάμε συγγνώμη, που αγαπήσαμε και εκτιμήσαμε τον "μπάσταρδο" Νίκο Γκάλη, που "δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα" και "δεν ανδρώθηκε με τα ιδανικά της φυλής" και "κορόιδευε" την κοινωνία όλη όταν έπαιζε στην Εθνική».
Και η κατακλείδα:
«Νιώθουμε όχι απογοήτευση, αλλά αηδία για το κείμενο της ανακοίνωσης των σημερινών "φυλάκων των ιδανικών της πατρίδας μας". Τους θεωρούμε ανάξιους να μιλήσουν για την ελληνικότητα τη δική μας και των παιδιών μας. Κύριε Φασούλα και παιδιά της σημερινής Εθνικής, το ελληνικό μπάσκετ θα προχωρήσει με επιτυχία και χωρίς εσάς. Εσείς μπορείτε χωρίς το ελληνικό μπάσκετ;»
Ο μοναδικός που κράτησε αποστάσεις από τους υπόλοιπους διεθνείς και έτσι εξαιρέθηκε από το "κατηγορώ" των μεταναστών ήταν ο τότε προπονητής της Εθνικής Παναγιώτης Γιαννάκης.
Ναι, ναι, ξέρω. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Σύμφωνοι. Προφανέστατα. Είναι όμως πολύ πιο ίδιες απ'ό,τι θέλουν να πιστεύουν οι συντηρητικοί της δεκάρας, οι φαιοχίτωνες της φακής και αυτοί που χρησιμοποιούν τη λέξη "προοδευτικός" ως -αν είναι δυνατόν...- βρισιά.
Όποιος έχει αποκτήσει νομίμως το διαβατήριο και την υπηκοότητα μιας χώρας, θεωρείται πολίτης αυτής της χώρας με ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις με τους υπόλοιπους. Άσχετα με το χρώμα του, άσχετα με τις ρίζες του και άσχετα με τη γλώσσα που μιλάει. Αυτός είναι ο κόσμος του 21ου αιώνα, είτε μας αρέσει είτε όχι: ένα αδυσώπητο πολυπολιτισμικό χωνευτήρι λαών και πολιτισμών.
Οι Εθνικές αθλητικές ομάδες δεν εκπροσωπούν την καθαρότητα της φυλής και το dna των προγόνων, αλλά την πραγματική εικόνα των αντίστοιχων κοινωνιών (αν και υπάρχει στο μπάσκετ περιορισμός, ένας "νατουραλιζέ" για κάθε Εθνική ομάδα).
Μέρος αυτής της εικόνας, εκφυλιστικό έστω, είναι ακόμα και η «αγορά διαβατηρίων». Έχετε προσέξει τι ράτσας αθλητές κατεβάζουν στο στίβο χώρες όπως το Κατάρ, το Μπαχρέιν, ακόμα και η Τουρκία;
Σε πολλές χώρες, η εξαγορά της υπηκοότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί αν όχι εν μια νυκτί, πάντως μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αντί αντιτίμου. Αν έχετε χρήματα και διάθεση, μπορείτε αύριο να γίνεται πολίτης του Σεντ Κιτς & Νέβις. Ή της FYROM. Οποιοδήποτε και αν είναι το κίνητρό σας.
Κι αν έχετε τη στοιχειώδη ευαισθησία, θα βρείτε και τρόπο για να επιβραβεύσετε τη χώρα που σας χάρισε διαβατήριο. Όπως έκανε ο Μπο ΜακΚάλεμπ.