Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Τα υπερωκεανια της ελληνικης μεταναστευσης


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΙΑ
Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες. Κυρίως, η Αυστριακή εταιρία «Austro Americana», η γερμανική «Hamburg American Line» και τα υπερωκεάνια του Βόρειου Ατλαντικού. Οι δύο πρώτες ελληνικές εταιρίες «Μωραΐτης» (1907-1908) και «Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» (1910 - 1912) που προσπάθησαν να δημιουργήσουν ελληνική υπερατλαντική γραμμή απέτυχαν και οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία. Η «Εθνική Ατμοπλοία της Ελλάδος» των αδελφών Εμπειρίκου όμως, κυριάρχησε στο χώρο των υπερωκεανίων για 30 ολόκληρα χρόνια (1908-1937). Άρχισε τις εργασίες της με την παραλαβή το 1909 από τα αγγλικά ναυπηγεία του υπερωκεάνιου  «Πατρίς» (4890 κόρων ολικής χωρητικότητας).
Στη συνέχεια ακολούθησαν το «Μακεδονία» (6.333 κορ.), το «Ιωάννινα» (4.191 κ.), το «Θεσσαλονίκη» (4.682 κορ.), το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» (μετέπειτα «Μεγάλη Ελλάς» και «Βύρων») που μπορούσε να μεταφέρει 1800 μετανάστες, το «Βασιλεύς Αλέξανδρος», το «Κωνσταντινούπολις» και ο «Μορέας».
Η «Εθνική» συχνά αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει επιτάξεις και φθορές πλοίων, από πολεμικές αντιξοότητες (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος) αλλά και από εχθρότητα αντίπαλων πολιτικών μερίδων που εναλλάσσονταν τότε στη διακυβέρνηση της χώρας. Στη συνέχεια η «Εθνική» ίδρυσε την αγγλική εταιρεία «
Byron Steamship Company» που διαλύθηκε το 1928, υπέγραψε μια ατυχή σύμβαση το 1932 με το κράτος και τελικά το 1937 διαλύθηκε.



[ Του Αναστασίου Ι. Τζαμτζή πλοιάρχου Εμπορικού Ναυτικού. Απ΄την εφημερίδα Καθημερινή - Κυριακή 15-12-1996, σ. 8-13]. 

 

Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες.
 Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.
 

Η αναχώρησή τους γινόταν
 
σε ατμόσφαιρα πανηγυρική,
 
με την μπάντα του δήμου να παίζει
 
στο λιμάνι του Πειραιά,
 
τα βαπόρια να σφυρίζουν
 
και τα μαντήλια να ανεμίζουν
 
στα σημαιοστόλιστα πλοία και στην αποβάθρα,
 
καθώς ανταλλάσσονταν οι τελευταίοι χαιρετισμοί.
 
Έπειτα άρχιζαν τα βάσανα.
 Οι μετανάστες «πακετάρονταν» κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα σε απελπιστικά στενούς χώρους. Τα υποφράγματα αυτά καθορίζονταν μόνο την τελευταία μέρα πριν από τον κατάπλου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η απόπνοια των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
"Όσο δύο φέρετρα"
Τα διάφορα κράτη άργησαν να θεσπίσουν διατάξεις για τη σωστή μεταφορά των επιβατών, με αποτέλεσμα οι ατμοπλοϊκές εταιρίες που εκμεταλλεύονταν τα υπερωκεάνια να «οργιάζουν» εις βάρος των άτυχων μεταναστών. Ένας αμερικανικός νόμος που ψηφίστηκε το 1882 και σκοπό είχε να προστατεύσει κυρίως τους επιβάτες της τρίτης θέσης, προέβλεπε ότι κάθε επιβάτης δεν μπορούσε να έχει στη διάθεσή του λιγότερα από 100 κυβικά πόδια (2,83 κυβ. μέτρα) ή αν έμενε σε χώρο κάτω από δύο καταστρώματα, 120 κυβ. πόδια (3,40 κυβ. μέτρα). Δύο παιδιά κάτω από οκτώ ετών υπολογίζονταν για ένας επιβάτης. Αν ο ισχνός αυτός χώρος δεν διατίθετο, ο πλοίαρχος του πλοίου έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο πενήντα δολαρίων για κάθε επιβάτη. Σημειώνουμε ότι ποτέ δεν έγινε σχετικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές και πουθενά δεν αναφέρεται να επιβλήθηκε ποτέ σχετικό πρόστιμο.
 Οι χώροι της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά «πακεταρισμένοι» με σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε έξι πόδια (1,88 μέτρα) μάκρος και δύο πόδια (0,61 μέτρα) πλάτος, με μόνο 30 ίντσες (0,762 μ.) ύψος ανάμεσα στα κρεβάτια για κάθε επιβάτη, δηλαδή αντιστοιχούσαν συνολικά τριάντα κυβικά πόδια (0,84 κυβ. μ.) έχοντας τις διαστάσεις από δύο... φέρετρα.
 Στο κλειστοφοβικό αυτό διπλό «φέρετρο», ο μετανάστης έπρεπε να περάσει όλες τις ώρες, μέρα ή νύχτα. εκεί να ζει, να κοιμάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντά του, αν σκεφθούμε μάλιστα ότι πολλοί μετακόμιζαν για πάντα, έπρεπε να βολευτούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια.
 Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Συνήθως, δεν πολυενοχλούνταν από τους άνδρες συνεπιβάτες τους, όσο από τους άνδρες του πληρώματος που συχνοπερνούσαν από τα γυναικεία διαμερίσματα. Η περιέργειά τους έφτανε συχνά έως την παρενόχληση. Ιδιαίτερα υποφέρανε οι ασυνόδευτες γυναίκες της τρίτης θέσεως. Δεν υπήρχαν γυναίκες θαλαμηπόλοι. Οι μοναδικές γυναίκες του πληρώματος στην τρίτη θέση ήταν μόνο δύο νοσοκόμες.
 Για τον εξαερισμό των χώρων, ο νόμος του 1882 προέβλεπε δύο ανεμοδόχους των 12 ιντσών (0,30 μ.), για κάθε πενήντα επιβάτες. Οι ανεμοδόχοι αυτοί, ανεπαρκείς και σε ομαλές καταστάσεις, καταλήγανε στο κύριο κατάστρωμα, που συνήθως απείχε πολύ λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα να μπάζουν νερά. Αναπόφευκτα, στις χειμωνιάτικες, κυρίως, φουρτούνες, οι επιβάτες της τρίτης θέσεως δέχονταν καταιονισμούς από παγωμένα νερά του ωκεανού.
 Όσον αφορά τα λουτρά, μεταξύ των θέσεων όπου βρίσκονταν και των διαμερισμάτων, μεσολαβούσαν ανεμόδαρτα ανοιχτά καταστρώματα. Οι καταιονιστήρες ήταν κοινοί, κατά κανόνα, για άνδρες και γυναίκες, περιείχαν θαλασσινό νερό και ήταν σιδερένιες καμπίνες περίπου 2x2,75 μ. Περιττό να πούμε ότι σπάνια οι επιβάτες τους χρησιμοποιούσαν. Στους ίδιους χώρους ήταν τοποθετημένες οι λεκάνες για το πλύσιμο των πιάτων και οι διπλές σειρές για το πλύσιμο των ρούχων, χωρίς βέβαια σαπούνι ή πετσέτες και με κρύο αλμυρό νερό. Το ζεστό νερό ήταν πολυτέλεια και όταν υπήρχε το χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των χεριών, του προσώπου και των μαλλιών. Το δάπεδο γύρω ήταν συνεχώς πλημμυρισμένο σφουγγαριζόταν και απολυμαινόταν βιαστικά μόνον το τελευταίο πρωί του ταξιδιού, λόγω της αναμενόμενης επιθεώρησης του γραφείου της Δημόσιας Υγείας.
 Ο νόμος προέβλεπε καθημερινή ιατρική επίσκεψη στη διάρκεια του ταξιδιού. Οι μετανάστες θα έπρεπε να μπαίνουν στη γραμμή και να περάσουν από τους γιατρούς του πλοίου. Ο κανονισμός δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Η καθημερινή επιθεώρηση επιβεβαιώνονταν από ειδικές κάρτες που έπρεπε να τρυπηθούν από τον εποπτεύοντα γιατρό. Συνήθως όμως, τις κάρτες τρυπούσε έξι-επτά φορές σε κάθε επίσκεψη, κάποιος «εξυπηρετικός θαλαμηπόλος», γα να μη στέκονται όλοι οι μετανάστες κάθε φορά στην ουρά, πράγμα που βόλευε τόσο τους ίδιους όσο και τους γιατρούς.
 Σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβασή του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό, συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε ειδική τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά.
 Οι άνδρες έπρεπε να περάσουν από τους πάγκους του σερβιρίσματος, κρατώντας τις καραβάνες και μετά να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Οι γυναίκες - επιβάτες τότε βρίσκανε την ευκαιρία να ντυθούν, καθώς άδειαζαν τα διαμερίσματα πριν από το πρωινό, με αποτέλεσμα να φθάνουν αργά ή να μην προλαβαίνουν καθόλου τη διανομή. Στις ρεκλάμες των πρακτορείων που εκδίδανε τα εισιτήρια, το φαγητό περιγραφόταν ως υγιεινό και θρεπτικό. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμαζόταν για τους μετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του θαλαμηπόλου κάτι γα να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας.
 Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε το τελευταίο, πριν από την άφιξη δείπνο, που μπορούσε να περιλαμβάνει λιχουδιές όπως ... τηγανητές πατάτες. Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο σκοπό είχε να δώσει έναν τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρηση από τις υγειονομικές αρχές ( ό.π., σ. 14-19). 

Το πλήθος των μεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, 
που σήμαινε στοιβαγμένο σαν εμπόρευμα στο κατάστρωμα και τ΄ αμπάρια.
Ορισμένες φωτογραφίες μιλούν εύγλωττα για τις άθλιες συνθήκες της μεταφοράς.

Όμως, ας παρακολουθήσουμε καλύτερα τον Α. Κορδοπάτη, πώς περιγράφει το ταξίδι με την περίφημη Αυστροαμερικάνα.
 «Τρεις μέρες προχωρήσαμε, την Τρίτη νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οκτώ μίλια.
 Δύο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν μαύρος, φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες τις πετάγαμε.
Ζούσαμε μέσα σ΄ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά.
 Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε. Μαζευόμασταν μυρμήγκια με τις βίκες μπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασμός».

 Η Ανδρονίκη Τσιστίνα, 85, που έφυγε από την Ελλάδα με το τελευταίο πλοίο το 1916 στη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου λέει: «Δεκαεφτά νέες κοπέλες κάναμε το δύσκολο ταξίδι από την Καστοριά στον Πειραιά, εν μέρει με τα πόδια, όπου και περιμέναμε δεκαεπτά ημέρες για το πλοίο. Σ΄ αυτό το διάστημα τα παπούτσια μου έλιωσαν και ήμουν με γυμνά πόδια. Το ταξίδι με το πλοίο κράτησε 3 εβδομάδες και ήταν φριχτό. ΄Ήμασταν στοιβαγμένοι στα αμπάρια. Ήμουν γεμάτη ψείρες. Υπήρχε πολύς θόρυβος και ο αέρας ήταν αποπνικτικός γιατί σχεδόν όλοι έκαναν εμετό εξαιτίας της ναυτίας.
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι αδερφές μου στην Ν. Υόρκη ήταν να με πάνε σε ένα δημόσιο λουτρό να με καθαρίσουν. Ήμουν ακόμη χωρίς παπούτσια» (Papaioannou, 1985: 55).
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου